- πεδόθεν
- πεδόθεν: from the ground; fig., ‘to thy very heart,’ Od. 13.295†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πεδόθεν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδόθεν — Α (τοπ. επίρρ.) 1. από τη γη, από το έδαφος και προς τα πάνω («πεδόθεν δ ἐτινάσσετο μακρὸς Ὄλυμπος», Ησίοδ.) 2. από τον βυθό 3. από την αρχή 4. μτφ. από το βάθος τής καρδιάς («οἵ τοι πεδόθεν φίλοι εἰσὶν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον + επιρρμ.… … Dictionary of Greek